Το οικτρό τέλος του κ. Ανώτερου.

Του Χρύσανθου Ηλιόπουλου


Πριν από πολλά χρόνια , σε έναν τόπο μακριά από δω , ένα πολύχρωμο πλήθος κουρελήδων πολιορκούσε με τσεκούρια και λοστάρια και καλάσνικοφ ένα ετοιμόρροπο ερείπιο , που κάποτε ίσως νά 'τανε αρχοντικό, αλλ' αυτό το "κάποτε" πάει ακόμα πιο πίσω απ' τον καιρό της ιστορίας μας , οπότε ας το αφήσουμε καλύτερα και ας μείνουμε στην πολιορκία. Άσπρα και μαύρα και κίτρινα χέρια χτυπούσανε την εξώπορτα κι αφρισμένα στόματα εκτοξεύανε βρισιές σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.


Λίγα όμως πράγματα από την οχλοβοή περνούσανε στο μισοσκότεινο εσωτερικό του ερειπίου. Γιατί εκεί μέσα , πίσω από τις πόρτες και πίσω από τους σάπιους τοίχους ( πού 'ταν μπαλωμένοι όπως-όπως με γαλανόλευκη ταπετσαρία) , ο μουχλιασμένος αέρας δονούνταν απ' τον βροντερό ήχο του στερεοφωνικού ( καθότι το σπίτί μπορεί να είχε ετοιμόρροπους τοίχους , διέθετε όμως στερεοφωνικό και τηλεόραση τελευταίας τεχνολογίας - αγορασμένα με καταναλωτικό δάνειο ), που έπαιζε στη διαπασών ένα ξενόγλωσσο σουξέ εκείνης της αρτίστας-παύλα-στρατηλάτισσας που άλωσε τη Γιουροβύζιον με την Νο1 τσαχπινιά και το ακόμα πιο Νο1 λαρύγγι της. Σε τακτά χρονικά διαστήματα όμως, ένα δυνατό "γκντουμπ" από την εξώπορτα κόντραρε στα ίσια το στερεοφωνικό , καθώς λίγα πράγματα μπορούν ν' ανταγωνιστούν τον θόρυβο που κάνει ένας πολιορκητικός κριός που ο μανιασμένος όχλος στέλνει καταπάνω σε μιαν εξώπορτα (κι αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε τους φρουρούς της Βαστίλης ).


Και στην καρδιά του σπιτιού , στο υπνοδωμάτιο δηλαδή , ντυμένος με τη ριγέ γαλανόλευκη πιτζάμα του και σφιχτοκρατώντας το Κύπελλο Ευρωπαϊκού Ποδοσφαίρου( γνωστότερο ως το Γαμημένο ) , ο κ. Aνώτερoς , εκ χρησικτησίας ιδιοκτήτης του ερειπίου( αν και ο ίδιος ισχυριζόταν πως ήταν νόμιμος κληρονόμος ) , στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του και αυτοθαυμαζόταν.


" Μα, είμαι στα αλήθεια Ανώτερος , " μονολογούσε ο κ. Ανώτερος. " Πιο Ανώτερος δεν πάει. Είμαι ο Ανώτερος των Ανωτέρων. Μπροστά Μου όλοι οι άλλοι είναι υπάνθρωποι. Κι' αν κάποιος δεν αναγνωρίζει την Ανωτερότητά Μου, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας
υπάνθρωπος."


Γκντουμπ ! Ο βρόντος στην εξώπορτα διέκοψε προς στιγμήν τους ρεμβασμούς του κ. Ανώτερου.


"Άκουσε τους ! Τα ζώα ! Οι κατώτεροι ! Τολμούν να τα βάζουν με Μένα τον Ανώτερο. Με ποιο δικαίωμα ; Δεν ξέρουν τάχατες πόσο , Ανώτερος είμαι ; Και βέβαια το ξέρουν ! Και γι' αυτό Με χτυπάνε. Γιατί Με ζηλεύουν ! Διότι αυτοί οι κατώτεροι δεν έχουν Ανώτερους προγόνους σαν τους δικούς Μου. Διότι , κύριε, οι δικοί Μου πρόγονοι ήταν Ανώτεροι !"


Γκντουμπ Γκντουμπ ! Ο κ. Ανώτερος άρχισε να εκνευρίζεται.

"Αυτοί οι θρασύτατοι κατώτεροι, που θέλουν να πάρουν το σπίτι Μου , καλά θακάνουν να καταλάβoυν ότι αυτά που κάνουν , τα κάνουν , γιατί είναι κατώτεροι. Διότι , ναι μεν και οι δικοί Μου πρόγονοι έκαναν τα ίδια, ναι μεν μπούκαραν με τη βία και τη μαγκιά και τα όπλα τους όπου γούσταραν , ναι μεν έκαναν κι αυτοί πλιάτσικο , αλλά οι δικοί Μου πρόγονοι τα έκαναν αυτά , διότι ήταν Ανώτεροι. Ενώ , αυτοί οι κατώτεροι , αυτοί οι βάρβαροι που τώρα κάνουν τα ίδια , τα κάνουν, διότι είναι κατώτεροι. Διότι, κύριε , το κριτήριο δεν είναι τι κάνεις , αλλά τι σχέση έχεις με Μένα. Αν είσαι πρόγονός Μου και πλιατσικολογείς , τότε το πλιάτσικο αποδεικνύει τη νιτσεϊκή , φυσική Ανωτερότητά σου.
Αν όμως δεν είσαι πρόγονός Μου και πλιατσικολογείς , τότε το πλιάτσικο αποδεικνύει την εγγενή σου κατωτερότητα."


Γκντουμπ!


"Μα, καλά," συνέχισε τσαντισμένος ο κ. Ανώτερος, " ακόμα συνεχίζουν αυτοί οι κατώτεροι ; Τι θράσος , θεέ Μου ! Ξεχνούν μήπως πόσο Ανώτερος είμαι ; Ξεχνούν ότι οι πρόγονοί μου έχτισαν έναν Ανώτερο πολιτισμό ; Τέχνες , γράμματα , φιλοσοφία ! Βέβαια, Εγώ δεν ξέρω και πολλά για τον πολιτισμό των προγόνων Μου , καθότι είμαι πολύ απασχολημένος παρακολουθώντας τηλεόραση , αλλά είμαι σίγουρος ότι επρόκειτο περί Ανωτέρου πολιτισμού , καθότι τον έχτισαν οι πρόγονοι Μου , οι οποίοι ως γνωστόν ήταν Ανώτεροι , καθότι ήταν πρόγονοι Μου. Όχι σαν αυτούς τους κομπλεξικούς κατώτερους που στέλνουν τα μούλικά τους στα σχολεία και τα μούλικά τους αριστεύουν (ακριβώς διότι είναι κομπλεξικά και κατώτερα) και θέλουν να γίνουν και σημαιοφόροι στην παρέλαση τα κωλόπαιδα ! Αίσχος ! Σημαιοφόροι δικαιούνται να είναι μόνο τα δικά Μου παιδιά , τα οποία ναι μεν είναι στούρνοι , ναι μεν ξέρουν μόνο από κινητά κι από τρέντυ κλαμπάκια , αλλά είναι παιδιά Μου κι ως εκ τούτου Ανώτερα."


Γκντουμπ! Γκντουμπ!


"Α, δεν το βάζουν κάτω αυτοί οι κατώτεροι ! Ας έχουν χάρη που είμαι Ανώτερος και απαξιώ. Είναι και πολλοί , πανάθεμα τους ! Γεννοβολάνε σαν τα κουνέλια. Εμ, βέβαια, τέτοιοι κατώτεροι που είναι, τι περιμένεις ; Όταν οι δικοί Μου πρόγονοι (οι Ανώτεροι) έκαναν παιδιά με τη σέσουλα , το έκαναν διότι ήταν μια Ανώτερη φυλή ! Επομένως , Εγώ, που είμαι Ανώτερος απόγονος Ανώτερων προγόνων δικαιούμαι να μην κάνω πολλά παιδιά, διότι τα παιδιά κοστίζουν και πώς θ' αγόραζα καινούργιο αυτοκίνητο ( δίλιτρο , πειραγμένο , και γαμώ μιλάμε); Τι , σαν αυτούς τους κατώτερους θα καταντήσω ; Που γεννοβολάνε ένα σωρό παιδιά και μετά δεν τους περισσεύουν λεφτά να πάνε σ’ ένα κυριλέ μαγαζί πρώτο τραπέζι πίστα (και τα λελούδια στην κερία από Μένα) ; Απαπαπα , Εγώ, κύριε , είμαι Ανώτερος ! Όχι σαν αυτούς τους κατώτερους , τους φτωχομπινέδες !"


Γκντουμπ! Γκντουμπ! Ο κ. Ανώτερος άρχισε ν' ανησυχεί. Και , παρόλο που διαβεβαίωσε τον εαυτό Του ότι δεν φοβάται ( καθότι ήταν Ανώτερος ) , σκέφτηκε, καλού-κακού , να πάρει τηλέφωνο την Αστυνομία. Πλην όμως υπολόγιζε χωρίς τον ξενοδόχο , διότι κανείς δεν σήκωσε το τηλέφωνο στο αστυνομικό τμήμα. Κι αυτό διότι ο πολύχρωμος όχλος , πριν ακόμα κάνει ντου στου κ. Ανώτερου, είχε ήδη κάψει ολοσχερώς το αστυνομικό τμήμα. Είχαν μάλιστα υπάρξει και ορισμένες παράπλευρες απώλειες υπό την έννοια ότι οι αστυνομικοί που είχαν ταμπουρωθεί μέσα στο τμήμα έγιναν φλαμπέ. Και , ως γνωστόν , οι αστυνομικοί , άπαξ και γίνουν φλαμπέ , είναι τεχνικώς αδύνατον ν' απαντήσουν στο τηλέφωνο , πολλώ δε μάλλον να σε σώσουν.


Άλλο ένα Γκvτoυμπ και τέλος τα Γκντουμπ.
Ο επόμενος θόρυβος ήταν ένα μεγαλοπρεπέστατο Κρατς.


Η εξώπορτα έφυγε από τους μεντεσέδες της και τι αφηνιασμένο παρδαλό πλήθος χίμηξε αλαλάζοντας και κατέκλυσε το ερειπωμένο σπίτι.
Πανικόβλητος ο κ. Ανώτερος , φορώντας ακόμα τις πιτζάμες του όρμησε στο σαλόνι, καταμεσής στους οπλισμένους εισβολείς και, τρέμοντας από ιερή αγανάκτηση άρχισε να σκούζει:


"Έξω απ' το σπίτι μου ! Βάρβαροι ! Κατώτεροι ! Έξω , ξένοι !"


Αλλά, κανείς δεν του έδωσε σημασία. Γιατί οι εισβολείς είχαν άλλες προτεραιότητες.
Γιατί , όπως πάντα συμβαίνει στο πλιατσικολόγημα, δεν φτάνουν όλα για όλους. Οπότε μοιραία, ο αρχικά ενωμένος όχλος σπάει αυτόματα σε κλίκες , που η καθεμιά γυρεύει ν' αρπάξει όλο το πλιάτσικο για λογαριασμό της. Κι όταν αγριεύουν τα πράγματα, τότε κάνεις κολεγιά μ' αυτόν που εμπιστεύεσαι. Κι όπως γίνεται .. πάντα ; αυτός που εμπιστεύεσαι, είναι αυτός που σου μοιάζει.


Κι έτσι, μέσα σε δευτερόλεπτα, χάρη στα πανάρχαια αγελαία ένστικτα (που σε πείσμα του Αντιφώντα , του Αποστόλου Παύλου και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου , ποτέ δεν έσβησαν απ' τι ανθρώπινο γονιδίωμα ) , το πρώην πολύχρωμο ασκέρι έσπασε σεμονόχρωμες , κλίκες , μιαν άσπρη , μια μαύρη και μια κίτρινη. Κι αστραπιαία, οι κλίκες οχυρώθηκαν πίσω από τ' αναποδογυρισμένα έπιπλα του σαλονιού , με το δάχτυλο στη σκανδάλη....


Και ο κακομοίρης ο κ. Ανώτερος κατάλαβε ότι οι εξελίξέις τον είχαν προλάβει, κι ότι επέκειτο σφαγή κι ότι καλά θα έκανε να ξεχάσει το πόσο Ανώτερος ήταν και να
κοιτάξει να τρυπώσει κι αυτός κάπου μπας και γλιτώσει.


Κι επειδή ο κ. Ανώτερος , όσο Ανώτερος κι' αν ήταν, σίγουρα δεν ήταν αρκετά , Ανώτερος για να εγερθεί υπεράνω των αγελαίων ενστίκτων , έτρεξε να κρυφτεί πίσω από
τα ταμπούρια της άσπρης κλίκας. Μα... '
...Η κάνη ενός καλάσνικοφ με περισσή αναίδεια κόλλησε στο δόξα πατρί του κ.
Ανώτερου..


" που νομίζεις πως πας ; " ρώτησε σε σπασμένα ελληνικά ο αναιδέστατος χειριστής του
αναιδέστατου καλάσνικοφ. Του κ. Ανώτερου του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, αλλά είπε να δώσει τόπο στην , οργή , καθότι , απέναντι σ' έναν ένοπλο δεν φτουράνε τ' ανωτεριλίκια...


“Έρχομαι μαζί σας , λευκά μου αδέρφια” είπε μελιστάλαχτα ο κ. Ανώτερος φροντίζοντας να προφέρει το "μου" χωρίς κεφαλαίο Μ . "Μαζί θα πολεμήσουμε και θα νικήσουμε , διότι είμαστε Ανώτεροι !...


Η παγωμάρα που προηγείται της μάχης έσπασε προς στιγμήν από βροντερά γέλια....

"Μωρ' τι μας λες," κάγχασε η άσπρη κλίκα. " Τώρα τα θυμήθηκες αυτά ;
Όταν μας έβαζες όλους , Βούλγαρους , Πολωνούς , Αλβανούς , Ουκρανούς , Βόσνιους , Ρουμάνους , στο ίδιο τσουβάλι με τους αραπάδες ήταν καλά ;
Όταν μας έλεγες μπάσταρδους και γύφτους και τουρκομογγόλους και φτωχομπινέδες και κατώτερους , ήταν καλά ;



Όταν μας είχες να δουλεύουμε σαν τα σκυλιά για ένα ξεροκόμματο κι ήθελες να είμαστε κι ευγνώμονες και μετά έστελνες τα παιδιά σου να βγάζουνε τα κόμπλεξ τους πάνω μας και να μας κοπανάνε με τις πλάτες των μπάτσων , τότε ήταν καλά ; "
'
'Έ... ε... εγώ..." πήγε να ψελλίσει ο κ. Ανώτερος, αλλά η άσπρη κλίκα συνέχισε, το ίδιο , ειρωνικά , το ίδιο ανελέητα...


"Όλ' αυτά τα χρόνια που εσύ καμάρωνες και κοκορευόσουν πόσο ανώτερος είσαι , εμείς δυναμώναμε και γεννοβολούσαμε. Και το ίδιο βέβαια έκαναν κι οι απέναντι κλίκες. Γιατί όλοι μας, κι' εμείς κι οι απέναντι, κυνηγούσαμε την επιβίωση. Ενώ εσύ κυνηγούσες μόνο την αυτοεπιβεβαίωση. Και στην πορεία, σε πήρε ο ύπνος και κατέληξες ένας άχρηστος , ένας παρακμίας , που ξέρει μονάχα να λέει πόσο ανώτερος είναι. Ακόμα και να σε συγχωρούσα με για όσα μας έκανες (και δεν έχουμε κανένα λόγο να το κάνουμε) , και πάλι θα μας ήσουν άχρηστος , έτσι μαλθακός που κατάντησες. Όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς , κορόιδο. Δίνε του τώρα."


Κι η κάνη του καλάσνικοφ έδωσε μια γερή σπρωξιά στον κ. Ανώτερο και τον έστειλε σβουριχτό στο κέντρο του σαλονιού. Κι όπως η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι , κάποια τρεμάμενο δάχτυλο έχασε την ψυχραιμία του , τρεμούλιασε λίγο παραπάνω και τραβήχτηκε η πρώτη σκανδάλη. Και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, όλες οι κλίκες άνοιξαν πυρ, η μία κατά της άλλης. Και το σαλόνι έγινε σφαγείο και ο πρώτος που έπεσε ουρλιάζοντας μέσα, στα διασταυρούμενα πυρά ήταν ο αποδιωγμένος κι ανοχύρωτος κ. Ανώτερος...


Η ιστορία μας δεν έχει ένα συγκεκριμένο και καθολικώς αποδεκτό Φινάλε. Στην πραγματικότητα , το Φινάλε αλλάζει , ανάλογα με το ποιος διηγείται την ιστορία. Άλλος λέει ότι το ερείπιο του μακαρίτη του κ. Ανώτερου το πήρε τελικά η άσπρη κλίκα. Άλλος λέει ότι νίκησε η κίτρινη κλίκα κι άλλος πάλι δίνει τον κότινο στη μαύρη κλίκα.


Όλοι όμως συμφωνούν σε ένα πράγμα. Ότι , το κατακρεουργημένο κουφάρι του καημένου τού κ. Ανώτερου πετάχτηκε στα σκυλιά. Και τα σκυλιά το καταβρόχθισαν με περισσή λαιμαργία , αγνοώντας μακαρίως πόσο Aνώτερo ήταν το κρέας που άλεθαν τα σαγόνια τους.


Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο αριστερό φυλετικό περιοδικό «Γαμμάδιον» στο έκτο τεύχος το φθινόπωρο του 2005.