του Fernando Marquez
Ο Μάιος του 2006 σημάδεψε την 30η επέτειο της εθελούσιας αυτοκτονίας της Ulrike Meinhoff, στην πραγματικότητα δολοφονημένη για κρατικούς λόγους από τους μπράβους του Χέλμουτ Σμιτ και την γερμανική σοσιαλδημοκρατία, (την ίδια σοσιαλδημοκρατία που, τότε διοικούμενη από τον Ebert και τον Noske, δολοφόνησαν τη Rosa Luxemburg). Έχουμε εξ άλλου πολλές φορές συγκρίνει αυτές τις δυο γυναίκες. Υπάρχουν πράγματι εμφανείς αντιστοιχείς: κατ' αρχήν το φύλλο τους και το αδάμαστο ταμπεραμέντο τους, η συμμετοχή τους σε έναν επαναστατικό αγώνα στην Γερμανία και ο θάνατος τους κατά τη διάρκεια και εξ αιτίας αυτής τους της δραστηριότητας. Έτσι τα εύθραυστα νεύρα και η φυσική αδυναμία της Rosa Luxembourg έρχονται σε αντίθεση με την ισχυρή ευρωστία της Ulrike Meinhoff.
Η Rosa Luxembourg, Πολωνέζα εβραϊκής καταγωγής, χωρίς εθνικό αίσθημα αφιερώθηκε στην επαναστατική υπόθεση μέσα σε έναν νομαδισμό που την οδήγησε σε διάφορες χώρες της ανατολικής Ευρώπης στην υπηρεσία του προλεταριακού διεθνισμού. Αντίθετα, η Ulrike Meinhoff, Γερμανίδα μεγαλωμένη μέσα σε ένα αριστερό οικογενειακό περιβάλλον, ένιωθε βαθιά την μοναδική και αιματηρή τραγωδία της χώρας της, (το τέλος του 3ου Ράιχ, την διαίρεση και την κατοχή του ομοσπονδιακού εδάφους από την συσπειρωμένη πλουτοκρατία, η φιλοσοβιετική γραφείο-κρατικοποίηση της Λ.Δ.Γ. μετά την ανέγερση του τείχους). Αυτή η συμφορά υπήρξε η έμμονη ανησυχία που οδήγησε την νέα αυτή δημοσιογράφο υποχρεωμένη να αποδεχτεί τον ένοπλο αγώνα, αποτέλεσμα του απελευθερωτικού εθνικισμού που γεννήθηκε από το γερμανικό Μάη του '68, (ο οποίος διαφέρει από την γαλλική του «έκδοση») και από τις θέσεις του Duschke και του Rabehl, και να συμμετάσχει στον ακτιβισμό που άρχισε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '70 από τον Αντρέα Μπάαντερ.
Ο υπαρξιακός μηδενισμός της Ulrike, κάθε μέρα όλο και πιο απελπισμένη μέσα στον ουτοπικό της αγώνα, μπορεί να συγκριθεί με την στάση των «καμικάζι» απέναντι στο θάνατο που προετοιμάζονται μέρα με τη μέρα γι' αυτόν, μέσα στην ένοπλη εξέγερση. Οι θεωρίες του Μπάαντερ βρίσκονται ακόμα στην επικαιρότητα διότι η Meinhoff τις μετέτρεψε από καθαρή θεωρία σε στάση ζωής και σε ύστατη μαρτυρία. Κόκκινη Βαλκυρία, νέμεση μιας κατεχόμενης Γερμανίας, από την δράση της ενάντια στα υπερατλαντικά συμφέροντα και από την άγρια καταστολή που κατέβαλε την ομάδα της, εκ μέρους της σοσιαλδημοκρατικής κυβερνήσεως, αποκαλύπτοντας το πραγματικό πρόσωπο του «κράτους της ευτυχίας»: αμερικανοποιημένο, λοβωτομημένο, αρνητής της μνήμης και μόνος κυρίαρχος του δημοκρατικού παιχνιδιού. Εάν άλλες γυναικείες μορφές της αριστεράς μπόρεσαν να λάβουν μια λαϊκή ιεροποίηση (Rosa Luxembourg, η Πασσιονάρια ή η Nilde Giotti) και να γίνουν με αυτό αποδεκτές για το σύστημα, η Ulrike Meinhoff είναι μια προσωπικότητα πιο δύσκολα εκμεταλλεύσιμη εκ του γεγονότος της ιδιαιτερότητάς της. Οι βαθιοί δεσμοί ανάμεσα στη σκέψη της, τη δράση της και την γερμανική υπόθεση, το απίστευτο πέρασμά της στα τέλη της δεκαετίας του '60 από μια προνομιούχα θέση στον ένοπλο αγώνα και στην εξορία, αναλύονται σήμερα ως παθολογικές ανωμαλίες.
Έτσι, ενώ η Ulrike ασπαζόταν από την πιο νέα της ηλικία τις ιδέες της ριζοσπαστικής αριστεράς και είχε ένα μακρύ παρελθόν ταραχοποιού και πολιτικού δημοσιογράφου, περιγράφεται σαν μια ανισόρροπη, στρατολογημένη μαζί με άλλους ανισόρροπους από τον Αντρέα Μπάαντερ για να ιδρύσουν την περιβόητη RAF. Μια συγκινητική πράξη της Ulrike αποδεικνύει μόνη της το αβάσιμο μιας τέτοιας ανάλυσης: όταν αποφάσισε να δεσμευτεί ολοκληρωτικά στην ένοπλη πάλη και αντελήφθη ότι δεν μπορούσε πια να ασχολείται με τα παιδιά της, προσπάθησε να τα εισάγει σε ένα ορφανοτροφείο για παιδιά Παλαιστινίων, με την πρόθεση να τα πάρει από ένα περιβάλλον όλο και πιο αποπνικτικό και μεγαλώσουν μέσα στο αίσθημα του αγώνα για εθνική απελευθέρωση, του οποίου η αντί-σιωνιστική και αντί-αποικιοκρατική εμπροσθοφυλακή ήταν εκείνη την εποχή η παλαιστινιακή αντίσταση. Για εμάς η Ulrike Meinhoff είναι μια κόκκινη βαλκυρία, κληρονόμος της γερμανικής εθνικό-κομμουνιστικής παρώθησης, που είχε ήδη συγκρουστεί πολλά χρόνια πρωτύτερα με τον διεθνισμό του Liebknecht και της Luxembourg και που εμπνευσμένη από τον Lassalle είχε δώσει τις πιο ενδιαφέρουσες μη κομφορμιστικές φιγούρες της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι με το να θεωρούμε τον πατριωτισμό της σαν ένα σημάδι των καιρών οφειλόμενο στον αντιαποικιοκρατισμό της «Νέας Αριστεράς».
Το άγχος της απέναντι στην κοινωνικοπολιτική διάλυση της «Ομοσπονδιακής Γερμανίας» και η αναζήτηση μιας εναλλακτικής λύσης στην ευθυγράμμιση με την «Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία», αποδεικνύουν ένα ταλέντο που την συνδέει με τις μορφές της γερμανικής εθνικής αριστεράς του μεσοπολέμου όπως ο Ernst Niekisch, o Heinrich Laufenberg, o Fritz Wollheim ή ο Heinz Neumann. Για εμάς, απέναντι σε εκείνους που θεωρούν την Ulrike Meinhoff σαν μία «κοινωνικοπαθή», σαν μία προκάτοχο της αναρχικής σκηνής του Βερολίνου ή πιο απλά σαν μια αντιπρόσωπο του '68, η Ulrike από το υπαρξιακό της άγχος και την συνεπή πορεία της αξίζει έναν πιο σωστό ορισμό, εκείνον του Γερμανού πατριώτη και εκείνον του παραδείγματος για όλους τους Ευρωπαίους πατριώτες !!!
"Όποιος δεν οπλίζεται πεθαίνει, όποιος δεν πεθαίνει θάβεται ζωντανός μέσα στις φυλακές, τα σωφρονιστικά ιδρύματα, μέσα στα θλιβερά τσιμεντένια κελιά"
Ulrike Meinhoff